- Τρωιας
- ΤρωιάςIстяж. Τρῳάς -άδος adj. f троянская
(γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.)
IIстяж. Τρῳάς -άδος ἥ1) (sc. γυνή) троянка Hom.2) (sc. γῆ) Троада Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Τρωιάς — ἡ, Α βλ. Τρωάς … Dictionary of Greek
Τρωιάς — Τρωιά̱ς , Τρωιός fem acc pl Τρῳάς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωίας — Τρωίᾱς , Τροία Troy fem acc pl (doric) Τρωίᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) Τρωίᾱς , Τρώιος of Tros fem acc pl Τρωίᾱς , Τρώιος of Tros fem gen sg (attic doric aeolic) Τρωΐᾱς , Τρωιός fem acc pl Τρωΐᾱς , Τρωιός fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωάς — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… … Dictionary of Greek